- λέον
- λέωνmasc voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λεόν — I (Léon). Πόλη (130.916 κάτ. το 2001) της Ισπανίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (15.580 τ. χλμ., 488.751 κάτ.), στην αυτόνομη περιοχή Καστίλη Λεόν (βλ. λ.). Η πόλη, που βρίσκεται στη συμβολή των ποταμών Μπερνέσγκα και Τόρβο, αποτελεί… … Dictionary of Greek
Λέον — Λέων masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λεόν, Πέδρο Θιέθα ντε- — (Pedro Cieza de Léon, Σεβίλη 1518 – 1560). Ισπανός χρονικογράφος και κατακτητής του Περού. Επί δεκαεπτά χρόνια διέτρεξε ως στρατιώτης την περιοχή, για την οποία έδωσε λεπτομερέστερες πληροφορίες στο πρώτο μέρος του έργου του, με τίτλο Χρονικό,… … Dictionary of Greek
Λεόν, Φράι Λουίς ντε- — (Fray Luis de Léon, Μπελμόντε ντε Κουένκα 1527 – Μαντριγκάλ 1591). Ισπανός ποιητής. Ανήκε στο τάγμα των Αυγουστινιανών και ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος των σπουδών του στη Σαλαμάνκα, όπου αργότερα δίδαξε. Κατηγορήθηκε για παράβαση των διατάξεων … Dictionary of Greek
Καστίλη-Λεόν — (CastillayLeon). Αυτόνομη περιοχή (94.224 τ. χλμ., 2.479.425 κάτ. το 2001) στη βορειοκεντρική Ισπανία με πρωτεύουσα το Βαγιαδολίδ. Συνορεύει στα Β με την Καντάμπρια, ΒΑ με τη Χώρα των Βάσκων και τη Λα Ριόχα, Α με την Αραγονία, ΝΑ με την Καστίλη… … Dictionary of Greek
Φαργκ, Λεόν Πολ — (Farque, 1876 – 1947). Γάλλος ποιητής. Άρχισε να ασχολείται με την ποίηση σε νεαρή ηλικία και το 1894 δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα· θεωρείται ένας από τους αξιολογότερους νεότερους Γάλλους ποιητές, ο οποίος, μαζί με τους Πολ Βαλερί και Βαλερί … Dictionary of Greek
Φουκό Λέον — (Foucalt, 1819 – 1868). Γάλλος φυσικός και ακαδημαϊκός. Γεννήθηκε στο Παρίσι από πατέρα βιβλιοπώλη. Άρχισε να σπουδάζει ιατρική, την οποία όμως εγκατέλειψε για να επιδοθεί στη φυσική πειραματική και, κυρίως, στην οπτική και τη βελτίωση των… … Dictionary of Greek
Βαλρά, Λεόν — (Léon Walras, Εβρέ, Ερ 1834 – Κλαρέν, Λοζάνη 1910). Γάλλος οικονομολόγος. Καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο Λοζάνης (1870 92) –δεν μπόρεσε ποτέ να διδάξει στη Γαλλία εξαιτίας της εχθρότητας προς τις ιδέες του των Γάλλων… … Dictionary of Greek
Βετράνο, Λέον — (Leon Vetrano, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Γενουάτης πειρατής. Πήρε μέρος στις πειρατικές επιχειρήσεις που οργάνωσε ο πειρατής Γαφόρης στα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου (1197) και μετά τη συντριβή του Γαφόρη από τον βυζαντινό αντιναύαρχο… … Dictionary of Greek
Γκαμπετά, Λεόν — Βλ. λ. Γαμβέτας, Λέων … Dictionary of Greek